- μεσολογγίτικος
- -η, -οο σχετικός με το Μεσολόγγι: Μεσολογγίτικα ιχθυοτροφεία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μεσολογγίτικος — η ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Μεσολόγγι ή αυτός ο οποίος προέρχεται από το Μεσολόγγι («μεσολογγίτικο αβγοτάραχο») … Dictionary of Greek